Νοήμονας

Νοήμονας
Νοήμων
thoughtful
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νοήμονας — νοήμων thoughtful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμων — ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, ον) [νόημα] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται 2. ευφυής, έξυπνος 3. συνετός, μυαλωμένος νεοελλ. φρ. «το νοήμον κοινό» ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”